πομπή

πομπή
πομπ-ή, , ([etym.] πέμπω)
A conduct, escort,

θεῶν ὑπ' ἀμύμονι πομπῇ Il.6.171

;

οὔτε θεῶν πομπῇ οὔτε θνητῶν ἀνθρώπων Od.5.32

;

π. δόμεναι 9.518

;

πομπᾷ Διὸς ξενίου A.Ag.748

(lyr.);

θείῃ π. χρεώμενος Hdt.1.62

, cf.3.77; οὐρία π., of a fair wind, E.IA 352 (troch.); also ἀνταίαν πνεῦσαι π. ib.1324 (lyr.): in pl.,

Ἀπολλωνίαις πομπαῖς Pi.P.5.91

;

Ζεφύροιο πομπαί Id.N.7.29

;

βασιλέως ὑπὸ πομπαῖς A.Pers.58

(anap.), etc.
b concrete, an escort,

ὑπ' εὔφρονι πομπᾷ Id.Eu.1034

(lyr.).
2 sending away, sending home,

ἔπειτα δὲ καὶ περὶ πομπῆς μνησόμεθα Od.7.191

, cf. 8.545, etc.;

ὄφρα τάχιστα πομπῆς καὶ νόστοιο τύχῃς 6.290

;

τεῦχε δὲ πομπήν 10.18

, cf. Pi.P.4.164;

πομπᾶς ἁγεμών E.Rh.229

(lyr.).
3 mission, θεοῦ τινος πομπῇ sent by . . , of a dream, Hdt.7.16.β, cf. Pl.R.383a; κατὰ σημείων πομπάς ib.382e: simply, sending,

ξύλων Th.4.108

.
II solemn procession,

Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῦντο Heraclit.15

;

ὑπὸ πομπῆς

in procession,

Hdt.2.45

;

σὺν πομπῇ Id.7.197

;

πομπὴν πέμπειν Id.5.56

, Ar.Av.849, Th.6.56; τὰς π. πεμπειν, pompeu=sai D.4.26, IG22.1028.14; τῆς π., ὅπως ἂν ὡς κάλλιστα πεμφθῇ ib.12.84.26; τινι in honour of a god, Ar.Ach.248; μήλων κνισάεσσα πομπά the flesh of sheep for sacrifice carried in procession, Pi.O.7.80.
b at Rome, triumphal procession, Plb.6.39.9, etc.: generally, τείνειν π. lead a long procession, of a military expedition, A.Th.613.
2 metaph., pomp, parade,

π. καὶ ῥημάτων ἀγλαϊσμός Pl.Ax.369d

.
3 personified, on a vase, AJA30.424.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πομπή — conduct fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπή — η, ΝΜΑ πανηγυρική ή θρησκευτική συνοδεία με τη συμμετοχή πολλών μαζί ανθρώπων (α. «πομπή Επιταφίου» β. «νεκρική πομπή» γ. «Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῡντο», Ηρακλ.) νεοελλ. 1. συνοδεία πολλών μαζί προσώπων ή οχημάτων 2. διαπόμπευση 3. ντροπή, αίσχος,… …   Dictionary of Greek

  • πομπῇ — πομπῆι , πομπεύς one who attends masc dat sg (epic ionic) πομπή conduct fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπή — η 1. συνοδεία πανηγυρική, τελετή. 2. διαπόμπευση. 3. ντροπή, ενοχή: Εμακρύναν οι ποδιές τους και σκέπασαν τις πομπές τους (παροιμ., με τα πλούτη σκεπάζουν τα ηθικά μειονεκτήματα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πομπῆ — πομπεύς one who attends masc nom/voc/acc dual πομπεύς one who attends masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπαῖς — πομπή conduct fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπαῖσι — πομπή conduct fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπαῖσιν — πομπή conduct fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπαί — πομπή conduct fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπᾷ — πομπή conduct fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπῇσι — πομπή conduct fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”